Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Αφιερωμένο στο σπαμ...

...Πάμε, τσάκα - τσάκα, για να μάθουμε να μην τάζουμε πολλά σε φίλους επώνυμους και ανώνυμους!

Το "ΘΑ" πρέπει και να φυτρώνει, κάποτεΣΣςςςς!

Πάμε ανώνυμε!

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια γειτονιά, σ' ένα φτωχόσπιτο με πολλά λουλούδια όμως, ζούσε μια γριά - μαμά, μ' ένα κοριτσάκι.

Φτώχεια πολύ...
Τί σαν έφερναν δώρα, τ' άλλα τ' αδελφάκια, που δούλευαν στα "ξένα";

....

Κι η γριά μαμά, δούλευε, μα, ντεν, έφταναν....

Δίπλα τους, άνθρωποι και σπίτια όμορφα, ακόμα και αρχοντικά.

Φίλοι ήταν, ναι, μα η κάθε πόρτα έκλεινε τα βράδια, κι η πόρτα απ' το σπιτάκι, απ' το κοριτσάκι... ήταν τότε- από σανίδια και σε κάθε φύσημα τ' αγέρα... ή κι από "κλωτσιές", άνοιγε.

Τότε, το κοριτσάκι, δεν είχε φως. Ή είχε; Δεν θυμάται. Μεγάλωσε τώρα, κι άλλο θέλει να θυμηθεί στα βιαστικά. Τό έχει τάξει. Έτυχε να το θυμηθεί εντόνως και στις 27/12/15, προέχει.

Παιχνίδια, δεν είχε. Έπαιζε με τα κοριτσάκια της γειτονιάς και τα παιχνίδια τους, την μέρα. Το βράδυ, έβλεπε στο ταβάνι τις σκιές, απ' τα κουρασμένα χέρια, της γριάς μάννας, που έπαιζε μαζί της, για να γελάσουν... υπό του χαμηλού, Φωτός της λάμπας...

Κούκλες, δεν είχε. Δεν θυμάται τίποτα από παιχνίδια.
Μια κούκλα σπασμένη, κι αυτή, την έχει δει σε φωτογραφία της εποχής. Δεν την θυμάται. Ίσως της την δανείσανε, για την φωτογραφία... όπως και τα ρούχα.

Αυτά, και πάω σύντομα, γιατί ... δεν με παίρνει!
Όχι, άλλο, βάθος!

....Ένα μεσημέρι, το κοριτσάκι πρέπει να ήτανε έξι, δεν ήταν; Παίζεται. Εκεί, κοντά.

....Εκεί κοντά, ήταν κι εκεί μεσημέρι! Κι οι φίλες της, είχαν πάει για ύπνο! Κι εκείνη, είδε! Ξέχασαν να πάρουν κοντά τους, τις κούκλες τους!

Ώ, πόσο πονηρό, αυτό το παιδί!

Έτρεξε να ληστέψει! Να τις χαϊδέψει, μόνη της! Να παίξει, να χορτάσει, να τις μιλήσει!

Και τότε....

Τιμωρήθηκε σκληρά!
Παντού, Θεός και βλέπει!
 





****

Δεν ήξερε - τότε, πως ο Θεός, μπορεί να Βλέπει, απ' το πιο ψηλό μπαλκόνι!











Σίγουρα, δεν την είδε!
Αλλιώς, δεν εξηγείται!

(συνεχίζεται)
****

...Ο Θεός έλειπε τελικά, πρόσεχε άλλα κοριτσάκια, φαίνεται, αλλά ένας άντρας στο αψηλό μπαλκόνι, δούλευε και δούλευε γρήγορα πολύ. Είχε γερά μπράτσα, ήταν νέος και δυνατός, τα χέρια του σήκωναν μεγάλα βάρη, άνετα και μετά, μπαμ, τα πέταγε κάτω, απ' τ' αψηλό μπαλκόνι.

Τότε ακούστηκαν δυνατά κλάμματα κι αναστατώθηκε η γειτονιά.
Τί είχε συμβεί;

"Α, πα, πα! Το Κατνάκ' τσ' Αφροδής, ήταν κάτω απ' το μπαλκόνι! Το σκότωσα!"

Ένα ήταν το κλάμα. Δικό της. Οι κούκλες, άλλωστε, δεν κλαίνε. Ούτε σπάσανε. Τις προστάτευσε, άλλωστε, η αγκαλιά της. Τις κοίμιζε εκείνη την ώρα, αφού τις ξέχασαν οι φίλες της.

Δε θυμάται πολλά, θυμάται μεγάλο πόνο, θυμάται πολλές μπάλες χορτάρι πάνω της και γύρω της, θυμάται ένα παλιό λεωφορείο που την πήγαινε στο Νοσοκομείο του Βόλου, θυμάται πόσο εντύπωση της έκαναν, κάποια ψηλά σπίτια, τα υφάσματα που είχαν στα μπαλκόνια (τέντες- έμαθε, αργότερα), θυμάται παγωμένους θαλάμους, γυναίκες με λευκή στολή και καπέλο, άλλες την χάϊδευαν, κι άλλες την μάλωναν.

Δεν θυμάται την γρια-μάννα σ' αυτές τις εικόνες. Ίσως, να ήταν στην δουλειά και να την έτρεξαν άλλοι στο Νοσοκομείο.

Δεν έμαθε, δεν ρώτησε μετά. Η μάννα, δεν εξηγούσε πολλά, δεν σκάλιζε τίποτα που πονάει...




Τα βάρη, φυσικά, ήταν οι μπάλλες σανού, για τ' άλογα, που ο μπάρμπα - Μήτσος, τα κατέβαζε απ' την πάνω (τότε) αποθήκη, στην κάτω. Κι ο πιο λογικός τρόπος, ήταν αυτός. Για τα παιδιά του, ήξερε πως κοιμούνται, πού να φανταστεί ότι το Κατ'νάκ' έπαιζε κλεφτά και κρυφά!

Τότε, το κοριτσάκι, έμαθε, πως δεν πρέπει να ζηλεύει άλλων πράγματα, να μην τα παίζει κρυφά, κι αν δεν έσπαζε το πόδι της και τυχόν, τα έκλεβε, προκαταβολικά, έπρεπε να τιμωρήθεί και για να μην κλέψει, ποτέ της.

Μηνύματα από Ψηλά, βάση εμπειρίας, ήταν, κι όχι από κάποιον που την μάλωσε.

Ποιός να την μαλώσει, άλλωστε;
Πέρασε τόσους πόνους!
Μήνες στο κρεβάτι.
Ακόμα και μια Τάξη σχολείου, έχασε, γι' αυτές τις κούκλες...

...Ναι. Πρέπει να ήταν χρονιά, τέλος Νηπειαγωγείου, Αρχή Πρώτης Δημοτικού.
Αφού έχασε πολλούς μήνες κι απ' τα δυο, την περίμενε άλλη μία "τιμωρία" αυστηρών δασκάλων, αργότερα. Πολύ αργότερα, βέβαια. Στην Δευτέρα. "Το Κατινάκι, δεν θα πάρει χαρτάκι για την άλλη τάξη, θα μείνει μαζί μου του χρόνου, να τα μάθει, καλύτερα..."
Σα να την ακούω...τώρα, την αυστηρή δασκάλα.

Ε, ναι, ήταν για Καλό, τα έμαθε στον Βόλο, μετά, μαζί με άλλα, Κακά.

...Πού με πήγες, σπαμ!
Δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Μού άνοιξες κλειδωμένες καρτέλες, κι αν δεν ολοκληρώσω, δεν έχει ύπνο για χθες.

Πάμε, κι άσε την ροή της γραφής, μπερδεμένη.

Κι ύστερα, το καλοκαίρι, μού είπε η γιαγιά Μαγδαληνή:

"Θυμάσαι που σε έπαιρνε η μαμά σου καζίκα και σε κουβαλούσε η καημένη στην πλάτης της, για να πάει στην Κατίνα την Παπαδήμαινα;"

"Όχι, δεν το θυμόμουνα. Ότι πήγαινα με τα πόδια μου, το θυμάμαι, όμως!"

"Κι ήσουνα και μεγάλο παιδί! Η ψυχή τσ' του ξέρ' τι τράβηξε εκείνο τον καιρό!"

Κομμάτια του παζλ της ζωής μου, που τα μαθαίνω, που και που, εφόσον δεν ζω στο χωριό, κι εντελώς, τυχαία.

Λένε, πως αυτός που φεύγει, εύκολα ξεχνά και δεν πονάει, ενώ αυτός που μένει, θυμάται.

Λέω, πως αυτός που μένει, πονάει στην αρχή, μετά, απλά, θυμάται, άπονα.

Λέω, πως αυτός που επισκέπτεται τα μέρη που έμενε παιδί.... πάντα θα πονά και πάντα θα θυμάται αυτά που έζησε, γιατί, θέλοντας και μη, του τα θυμίζουν οι άνθρωποι, οι τόποι, τα σημεία.


Έτσι, στις 27/12/15, πέρασα από κείνο το καλντερίμι, θέλοντας να αποφύγω και κόσμο, γιατί ήμουνα στις κλειστές μου.

Αγαπημένη γυναίκα σε μπαλκόνι, νόμιζε πως με είδε τελικά σε όνειρο, εφόσον, πήγε, ξαναπήγε, δεν με βρήκε στην αυλή.

Η εξώπορτα της γιαγιάς Μαγδαληνής κλειστή.

Κατήφορος, χορτάρια, λιμνάζοντα λασπωμένα νερά, κάπου να πιαστώ, θα πέσω, θα τσακιστώ, πρέπει να φτάσω, έστω, γεμάτη λάσπες, αδύνατον να γυρίσω πίσω, να τ' Αρχοντικό, να το σπίτι της Παπαδήμαινας, θυμήσου, κρατήσου γερά, προχώρα, θα φτάσεις, Εκεί, που δυσκολεύεσαι να πας....

Το κατέβηκα το καλντερίμι, τελικά, έστω, σε κάποια σημεία, πιάνοντας και τσουκνίδες, για να συγκρατηθώ, να μην γλυστρίσω, να μην με πάνε... αντί να πάω, στον Φίλο.


























Αυτό είναι το σπιτάκι της γιαγιάς Κατίνας. Κρυμμένο απ' τα χόρτα και τον χρόνο.










8:48 πρωί Κυριακής και χτυπάει κι η καμπάνα, σαν τρελή! Σχετικά με το άρθρο, (ΕΔΩ) θα συμπληρώσω άλλη στιγμή. Η ουσία, δεν μεγάλωσαν όλα τα κορίτσια, το ίδιο! Κάποια κορίτσια την παλεύουν μόνα τους, χωρίς παρεούλα και χωρίς να τους σφίξει κανείς το χεράκι. Το ότι μεγάλωσαν νωρίς, τους το δίδαξε η ζωή πρώιμα, οπότε, καλά είναι να υπάρχουν και οι εξαιρέσεις στα άρθρα.
Αυτά, και ξαλάφρωσα, εν μέρει, φίλε σπαμ ή φιλενάδα.
Εν μέρει, σ' ευχαριστώ και για την ευκαιρία, γιατί πάντα ήθελα να γράψω για τις κούκλες, όχι έτσι, του σωρού και της βιασύνης, όμως!
Προκειμένου να το σκέφτομαι, όμως, χίλιες φορές, έτσι!
Να είσαι καλά!

1 σχόλιο: