Ξήμέρωσε Σάββατο, 2016 και
γιορτάζουν…. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ!
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!
ΝΑ ΖΗΣΟΥΝ, ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΓΕΡΑ ΚΑΙ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΦΩΣ, ΤΩΝ ΤΡΕΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ, ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ!
…
….Σ’ ένα λεωφορείο χθες, γεμάτο
μαθητάδες, ακόμα και ορθίους, βρέθηκα κι εγώ.
Μια κολώνα, να πιαστώ.
Κι άλλη μια κυρία, Μαρία, την
έλεγαν, ήξερε πώς να πιαστεί, μα είχε το κεφάλι σκυμμένο.
Τι κι αν της το «σήκωνα», λίγο
νωρίτερα;
…Λυγισμένη, προ πολλού.
Ο λόγος: Οι δυσκολίες των
παιδιών της.
Ήρθε κι άλλη μια κυρία, πιάστηκε
δίπλα απ’ την Μαρία.
Προβληματισμένη, κι εκείνη, με
λίγο πιο «σηκωτό» κεφάλι…, ακίνητο… μα τα μάτια της που «έπαιζαν» γύρω, είχαν
ειρωνική ματιά για τους μαθητές, αγόρια και κορίτσια…
Κρατήθηκα από Άλλη κολώνα, για
να είναι πιο άνετα, οι άλλες δύο κυρίες.
Κοντά στην πόρτα, εκεί που η
οριζόντια κολώνα, παρακάτω απ’ τα μισά της, είχε προέκταση, καθέτως, για να
πιάνονται οι πρώτες πίσω θέσεις.
Τα χέρια της καθέτου κολώνας,
γερασμένα. Μια γιαγιά με ψαρά μαλλιά, κρατιόταν τόσο γερά, τόσο σφιχτά, γεμάτη
ανασφάλεια, σαν… να ήταν σε αεροπλάνο, κι αυτό, έτοιμο να πετάξει, εκείνη, το
κρατούσε στην γη.
Σκέφτονταν…
Πότε με σκυμμένο κεφάλι, πότε
κοιτώντας, μόνο ίσια, μπροστά, την είδα. Σφιγγόταν… μη βγει η μέσα φωνή.
Την «άκουσα».
Την ήξερα.
Μού θύμιζε μάννα: «Θα βλέπ’ς, θ’
ακούς, δε θα μιλάς! Μόκο!» μού ‘λεγε. «Τι κάνει ο κόσμος γύρω, εσένα, δε θα σι
νοιάζ’!»
Παλιό σκαρί η γιαγιά, (όχι
«παλιότερο», γιατί αυτό βγαίνει απ’ το παλιό + τέρας), κι αυτό το καράβι, δεν
επιπλέει σαν την ΑΛΗΘΕΙΑ, βουλιάζει.
Την κοίταζα σιωπηλά, ενώ, έλεγα
και μερικές κουβεντούλες, με την Μαρία, που στην Στάση, γνώρισα.
«Μαρία, αν κρίνεις τα παιδιά που
κάθονται και δεν σηκώνονται για τους μεγαλύτερους, δεν φταίνε αυτά. Η Λάθος
μόρφωση τα έκανε έτσι, ρομποτάκια.» (Δεν θα περιγράψω σκηνές. Ακουστικά στ’ αυτιά,
κινητό, ίντερνετ αεράτο και παντού, άνεση σαλονιού, λες και είναι σπίτι τους…
τα κακομαθημένα μας… τα παιδιά μας!)
«Ποιος φταίει; Εμείς;»
«Εμείς, ΜΟΝΟ, εμείς! Τους τα
δώσαμε όλα, εκτός, απ’ τον ίδιο τον σεβασμό, για μας.»
Με κοίταζε, με πιο πολύ σκυμμένο
το κεφάλι, τώρα.
Η άλλη κυρία, άκουσε, κι είχε
αρχίσει να αφήνεται και να κουνάει και κεφάλι, τώρα.
Δεν έπεσα έξω στο τι σκέφτεται,
τελικά.
Με δυο σκυμμένα κεφάλια, το ένα
απογοητευμένο, το άλλο ειρωνικό, δεν άντεξα.
Στράφηκα προς το μέρος της γιαγιάς,
που συνέχιζε να σφίγγει χέρια και δόντια και της χάϊδεψα απαλά την πλατούλα.
«Γλυκειά μου, γιαγιούλα, μη
φοβάσαι! Σε βλέπω που σφίγγεσαι και δεν μιλάς…»
Καθιστή, εννοείται, η πολλή
γιαγιά.
«Τι να πω;»
«Τίποτα, γιαγιούλα μου, τίποτα!
Είχα μια μαννούλα, σαν κι εσένα, καταλαβαίνω.
….Κι ύστερα, κατέβηκα εγώ, λίγο πριν την στροφή, αφού είχα χάσει
την Στάση μου, απ’ την «κουβέντα», αφού ζήτησα απ’ τον οδηγό, αν μπορεί, να μ’
αφήσει εκεί.
Μποτιλιάρισμα, Άναψε και φανάρι
κόκκινο, μ’ άνοιξε, κατέβηκα και συνέχισα τον Ίσιο, Δρόμο μου, με τα πόδια.
ΠΡΩΤΟΓΡΑΦΟ, κι ας πιάνει άλλη
ροή στο κείμενο και στην ημέρα… μα, και στην νύχτα!
Σαν ΣΗΜΕΡΑ, 30 Ιανουαρίου, ΑΠΟΚΑΛΥΦΘΗΚΕ
η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ, εικόνα της ΠΑΝΑΓΙΑΣ, ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ!
…Έπαψαν τα τυχαία… πια, κι ας
είναι 2016!
Υγ. Δε φταίνε οι δασκάλοι… ούτε
τα παιδιά. Εμείς είχαμε κενά, εμείς, αφήσαμε κενά και τα εκμεταλλεύτηκε άλλος…
Προλαβαίνουμε να διορθώσουμε.
Εμείς.
Για ‘Κεινα!
Αν τ’ αγαπάμε ΑΛΗΘΙΝΑ, θα τους μάθουμε
ΚΑΛΑ, πως δεν ΖΟΥΜΕ, με τα ΥΛΙΚΑ ΑΓΑΘΑ.
Δούλοι γινόμαστε, δούλοι...
Φτάνει;
Πολυχρονη!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή(Κι εδω!!)
♡♥♡♥♡♥
Κι εσύ!<3<3
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύχρονη...η κόρη..
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι μιας πού ειμαι εδώ...
Συμφωνώ... όπως τα λες... είναι ♡♥♡♥