- ιδιότητα < αρχαία ελληνική ἰδιότης
ιδιότητα θηλυκό, το ίδιον γνώρισμα κάθε πράγματος ή προσώπου, αλλά και γενικές ιδιότητες «ιδιότητα των ευγενών μετάλλων»
- μαθημ. ιδιότητες των αριθμών, των σχημάτων κλπ.
- συνταγ. η ιδιότητα του βουλευτή παρέχει δικαστική ασυλία
- χαρακτηριστικό, γνώρισμα μιας κατηγορίας προσώπων ή πραγμάτων ή ενός μεμονωμένου ατόμου και κατάστασης
- η ιδιότητα του μαθητή, του καθηγητή, του φοιτητή, του ενοικιαστή, του ιδιοκτήτη ακινήτου κ.ο.κ.
- η ιδιότητα της ελαστικότητας, του φθόνου, της φιλομάθειας, της αγωγιμότητας κ.ο.κ.
- η κατάσταση του να ανήκει κάποιος σε ένα σύνολο ή να έχει κάποια θέση που να του δίνει υποχρεώσεις ή/και δικαιώματα
- η ιδιότητα του διαχειριστή αποδίδεται στο Βικιλεξικό μετά από ψηφοφορία
οι επίκτητες ιδιότητες δεν κληρονομούνται
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΥΤΥΧΩΣ!
Τρίτη λέξη, δε θα την ψάξω!